Skip to content Skip to left sidebar Skip to footer

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Ιστορικά, η ημι-νομαδική κτηνοτροφία αποτέλεσε την κυρίαρχη παραγωγική δραστηριότητα των Γαρδικιωτών και παράλληλα την υλική βάση ενός ημι-νομαδικού τρόπου ζωής. Η κυριαρχία της ημι-νομαδικής κτηνοτροφίας εγγράφεται στην ιστορική μνήμη της κοινότητας μέχρι σήμερα. 

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι Γαρδικιώτες τονίζουν το κτηνοτροφικό τους παρελθόν, ή την κτηνοτροφική τους καταγωγή οι νεότεροι. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ένας από αυτούς, «το Γαρδίκι ήταν πάντα κτηνοτροφικό χωριό… με τα πρόβατα ζούσαμε, χειμώνα-καλοκαίρι». 

Στο πλαίσιο αυτό, η κτηνοτροφία φαίνεται να παίζει διαχρονικά θεμελιώδη ρόλο στην ιστορική συγκρότηση και την έκφραση της τοπικής ταυτότητας.

Η εξειδίκευση των Γαρδικιωτών στην ημι-νομαδική κτηνοτροφία δεν αποτελεί μια γαρδικιώτικη ιδιαιτερότητα. Εγγράφεται αντίθετα σε δύο ευρύτερες παραδόσεις στις οποίες μπορούμε να εντάξουμε τη συγκεκριμένη ομάδα. Αφενός, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της πλειοψηφίας των Βλάχων της Βαλκανικής, εθνοτικής ομάδας στην οποία εντάσσονται και οι Γαρδικιώτες. 

Η εξειδίκευση των Βλάχων στη συγκεκριμένη δραστηριότητα οδήγησε ιστορικά στη χρήση του όρου «Βλάχος» ως δηλωτικού των μετακινούμενων κτηνοτροφικών πληθυσμών σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Από την άλλη, ο ημι-νομαδισμός αποτελεί χαρακτηριστικό της ευρύτερης περιοχής του Ασπροποτάμου και της Αθαμανίας, μικροπεριφερειών στις οποίες, μέσα από διαφορετικές ιστορικές διαδικασίες, εντάσσεται το Γαρδίκι. 

Και αν η πλειοψηφία των κατοίκων των περιοχών αυτών είναι βλαχόφωνοι, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως η ημι-νομαδική κτηνοτροφία χαρακτηρίζει κατά το παρελθόν και τους ελληνόφωνους κατοίκους της ίδιας περιοχής (βλ. Μακρής 1956: 44-54).

Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ημι-νομαδική κτηνοτροφία συνεχίζει να αποτελεί τη βάση της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης της γαρδικιώτικης κοινότητας. Μέχρι το 1940, «το 60-70% των κατοίκων του Γαρδικίου ασχολούνταν με την κτηνοτροφία» (Κωνσταντάκου 1983: 1). 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Ωστόσο, δεν αποτελεί τη μοναδική οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα των Γαρδικιωτών. Αντίθετα, το εμπόριο, η βιοτεχνία και οι «τέχνες» αναπτύχθηκαν από πολύ νωρίς, καταρχάς στο ίδιο το ορεινό χωριό, αποσκοπώντας πρώτα από όλα στην κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών της ίδιας της ημι-νομαδικής κοινότητας. 

Επιπλέον, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, ήδη από τον 18ο αιώνα πολλοί Γαρδικιώτες, όπως και άλλοι Βλάχοι της Πίνδου, ταξίδευαν περιοδικά μακριά από τον τόπο τους, μέχρι τη Ρουμανία, ως αγωγιάτες, έμποροι και τεχνίτες (Νούλας 1988: 3). 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Ποιος δεν θυμάτα τους μεταπολεμικούς αγωγιάτες του χωριού, το Μήτσο Μπεμπέζα, Τάκη Τσιρογιάννη και Βασ. Ντίμτσα, οι οποίοι μετά τη κατασκευή της οδικής σύνδεσης του Γαρδικίου με τα Τρίκαλα, περιορίστηκαν σε μεταφορές με τα μουλάρια τους εντός του χωριού.

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Όλοι αυτοί οι τομείς απορροφούσαν το δημογραφικό πλεόνασμα της κτηνοτροφικής κοινότητας, ενώ παράλληλα της προσέφεραν μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος, παίζοντας ταυτόχρονα σημαντικό ρόλο στον αυξανόμενο εκχρηματισμό της κοινοτικής οικονομίας και κοινωνίας.

Πάντως, έως τις αρχές του 20ού αιώνα η ενασχόληση των Γαρδικιωτών με τα παραπάνω επαγγέλματα έχει κατά κανόνα εποχιακό χαρακτήρα. 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Αυτά εξασκούνται παράλληλα με την κτηνοτροφία και λειτουργούν συμπληρωματικά με αυτήν, διευρύνοντας κατά κάποιον τρόπο τη γεωγραφική και παραγωγική βάση του ίδιου του ημι-νομαδισμού, ως τρόπου οργάνωσης και οικειοποίησης του χώρου, αλλά και ως ενός συνολικού τρόπου ζωής θεμελιωμένου στη γεωγραφική, αλλά επίσης την επαγγελματική κινητικότητα και ευελιξία. 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Άλλωστε, ορισμένα από αυτά τα επαγγέλματα, όπως ο αγωγιατισμός, η τυροκομία και η υφαντουργία, επιτελούνται καταρχάς στο πλαίσιο της κτηνοτροφικής μονάδας και υπό αυτήν την έννοια η ίδια η κτηνοτροφία προσφέρει στους Γαρδικιώτες την τεχνογνωσία ενασχόλησης με αυτές (Spyros 1997). 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Την ίδια στιγμή ο ημι-νομαδισμός, ως συνολικός τρόπος ζωής, επιβάλλει στους Γαρδικιώτες μια διαρκή γεωγραφική κινητικότητα, γεγονός που επιτρέπει την περιοδική μετανάστευσή τους στις πόλεις, όπου επιδίδονται κυρίως στο πλανόδιο μικρεμπόριο, ή εργάζονται ως τεχνίτες, χωρίς να εγκαταλείπουν ολοκληρωτικά την κτηνοτροφία.

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Η πολυ-απασχόληση των ημι-νομάδων είναι καταρχήν αποτέλεσμα των δυσκολιών υλικής αναπαραγωγής που αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο η κτηνοτροφία. 

Η Γ. Καραμήτρου, αναφερόμενη προφανώς στο μεταίχμιο 19 ου και 20ού αιώνα, μας λέει πως «οι παλιότεροι… συντηρούσαν πολυμελείς οικογένειες κάνοντας ταυτόχρονα δύο δουλειές. Ασκούσαν την μία στον τόπο της εγκατάστασής τους και την δεύτερη το καλοκαίρι στο χωριό. 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Το φθινόπωρο κατέβαιναν οι άνδρες στα πεδινά, άφηναν εκεί τις γυναίκες και τα παιδιά τους και ξεκινούσαν για να εξασφαλίσουν τον επιούσιον» (Καραμήτρου 2001: 84).

Με τη σταδιακή παρακμή της ημι-νομαδικής κτηνοτροφίας τα επαγγέλματα αυτά αποκτούν όλο και μεγαλύτερη οικονομική σημασία για την υλική αναπαραγωγή των υποκειμένων και των οικογενειών και σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται όλο και περισσότερο από την κτηνοτροφική παραγωγική διαδικασία. 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Παράλληλα, ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της κοινότητας μεταναστεύει και εγκαθίσταται στα αστικά κέντρα της Ελλάδας (Τρίκαλα, Καρδίτσα, Αθήνα-Πειραιάς) και του εξωτερικού (Η.Π.Α.), όχι πια αποκλειστικά εποχιακά αλλά, λιγότερο ή περισσότερο μόνιμα, απασχολούμενο σε διάφορα επαγγέλματα. Χαρακτηριστική είναι μια άλλη αναφορά της Γ. Καραμήτρου:

Στις αρχές του 20ού αιώνα ο χρόνος κυλούσε δύσκολα. Πολλοί δεν είχαν δικά τους ζώα, ούτε πόρους για να ζήσουν. Μια τέτοιου είδους οικονομική-κοινωνική-πολιτική κατάσταση οδηγεί σε κύμα ανοργάνωτης φυγής. Την αρχή έκανε η ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι σχέσεις συγγένειας βοήθησαν στην πραγματοποίηση των σχεδίων. Εγκαταλείπουν τώρα πια την παραδοσιακή ενασχόληση με την κτηνοτροφία για να μπουν σε νέους δρόμους. Η μεγάλη μάζα τους αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα σε περιοχές που γνώριζε από το ξεχείμασμά της. Στο εξής οι περιοχές αυτές θα αποτελέσουν για αυτούς κοινό σημείο αναφοράς. Από την συρροή των πληθυσμών οι πόλεις θα αναπτυχθούν και θα δυναμώσουν. Σε αυτές οι Γαρδικιώτες θα προσπαθήσουν σταδιακά να ενταχθούν αν και δυσκολεύονται να κατανοήσουν την νέα κοινωνική διάρθρωση και το διαφορετικό για αυτούς κοινωνικό περιβάλλον. Αρχίζουν τη ζωή χωρίς να διαθέτουν εφόδια. Από έλλειψη εξειδίκευσης θα ασχολούνται μόνο με χειρονακτικά επαγγέλματα. (Καραμήτρου 2001: 82-83)

Από τις αφηγήσεις πάντως προκύπτει πως και σε αυτήν την περίπτωση το εμπόριο και οι τέχνες αποτελούν βασικό προσανατολισμό των Γαρδικιωτών. Αναμφίβολα κυρίαρχη θέση την περίοδο αυτή έχουν τα επαγγέλματα του ράφτη (κυρίως στην πόλη της Καρδίτσας) και του οινοπαντοπώλη (κυρίως στην πόλη του Πειραιά).

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η μεγάλη απόσταση των τόπων μετακίνησης από το Γαρδίκι, αλλά και ο «εδραίος» χαρακτήρας ορισμένων νέων επαγγελματικών δράσεων, οδηγούν σε μια μονιμότερη μετανάστευση. 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Ωστόσο, η αστική εγκατάσταση γίνεται σταδιακά όλο και πιο μόνιμη και για όσους μένουν στα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας και συνδέεται ακριβώς με την παρακμή της ημι-νομαδικής κτηνοτροφίας και την μετάβαση της γαρδικιώτικης κοινότητας σε έναν διαφορετικό, αστικό και εδραίο τρόπο ζωής.

Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η γαρδικιώτικη κοινότητα βρίσκεται ήδη σε μια προχωρημένη διαδικασία μετάβασης, η οποία θα γενικευτεί και θα ολοκληρωθεί μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. 

\Δεδομένου ότι η γεωργία δεν μπορούσε, λόγω του κλίματος και της γεωμορφολογίας του ορεινού τους χωριού, να προσφέρει στους Γαρδικιώτες μια σοβαρή εναλλακτική λύση στην κρίση της ημι-νομαδικής κτηνοτροφίας, η μετάβαση αυτή απολήγει στη σχεδόν πλήρη αστικοποίηση της κοινότητάς τους. 

Επιπλέον, έχει ως αποτέλεσμα τον αυξανόμενο μετασχηματισμό των αρχών και των μορφών κοινωνικής οργάνωσης, καθώς και τη σταδιακή μεταβολή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στο εσωτερικό της κοινότητας.

Ωστόσο, η μετάβαση από την κτηνοτροφία στα αστικά επαγγέλματα δεν συνεπάγεται και μια αυτόματη μετάβαση από τον ημι-νομαδικό στον εδραίο τρόπο ζωής. 

Έτσι, αν και ιστορικά η κτηνοτροφία αποτέλεσε τη βασική επαγγελματική δραστηριότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ημι-νομαδικών πληθυσμών του βαλκανικού χώρου, με βασικούς εκπροσώπους αυτού του συνδυασμού τους βλαχόφωνους πληθυσμούς, οι δύο όροι αναφέρονται σε διαφορετικής τάξης πραγματικότητες: ενώ η κτηνοτροφία αναφέρεται σε μια μορφή εργασίας, ο ημι-νομαδισμός αναφέρεται σε ένα τρόπο οργάνωσης και οικειοποίησης του χώρου. 

Άλλωστε, οι περιπτώσεις των μαστόρων και των άλλων πλανόδιων τεχνιτών (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Ρομά) και, αντίστροφα, των εδραίων κτηνοτροφικών πληθυσμών, μαρτυρεί ότι, παρά την προνομιακή τους σύνδεση, η κτηνοτροφία και ο νομαδισμός δεν ταυτίζονται. Στην περίπτωση των Γαρδικιωτών, η μετάβαση από την ημι-νομαδική κτηνοτροφία στην αστική εγκατάσταση συμβαδίζει, όπως θα δούμε, με την ανάπτυξη ενός «αστικού νομαδισμού», ο οποίος περιλαμβάνει τόσο τα πλανόδια αστικά επαγγέλματα όσο και την εποχιακή η/και περιστασιακή απασχόληση πολλών Γαρδικιωτών ως υπαλλήλων στα «πατριωτικά μπακάλικα». 

Το μεταναστευτικό ρεύμα των Γαρδικιωτών προς την πρωτεύουσα ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα (Καμηλάκης 2009: 192, υπ. 13) και γενικεύεται μετά το 1910. Μάλιστα, σύμφωνα με την κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, η εγκατάσταση των Γαρδικιωτών στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία: αφενός, από την επαγγελματική τους δραστηριοποίηση ως οινοπαντοπωλών και, αφετέρου, από την εγκατάστασή τους στον «Πειραιά» και όχι στην «Αθήνα».

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Από τις διαθέσιμες πηγές προκύπτει ότι ήδη κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ένας πολύ μικρός αριθμός Γαρδικιωτών διαθέτει ιδιόκτητα παντοπωλεία στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, κυρίως στις λαϊκές συνοικίες του όπως τα Καμίνια, τα Ταμπούρια, το Χατζηκυριάκειο, τα Μανιάτικα (Σπύρος 1999: 82, Σπύρος 2005: 118 και Καραμήτρου 2001: 84). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν και τα αρχεία του Συνδέσμου Παντοπωλών Πειραιά, ο οποίος ιδρύθηκε το 1904. 

Αν και στα αρχικά μέλη του δεν συναντάμε κανένα Γαρδικιώτη, προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας βρίσκουμε εγγεγραμμένους ορισμένους Γαρδικιώτες (2 ή 3) στα μητρώα του. Από την ίδια πηγή προκύπτει ότι την επόμενη δεκαετία ο αριθμός των Γαρδικιωτών αυξάνει κατά πολύ, με χρονικό ορόσημο το 1916.Βέβαια, οι ελλείψεις των πηγών δεν μας επιτρέπουν ούτε σε αυτήν την περίπτωση να υπολογίσουμε τον ακριβή αριθμό τους. 

Ωστόσο, το αρχειακό υλικό που διαθέτουμε μπορεί να μας δώσει μια γενική εικόνα. Όμως, τα αριθμητικά δεδομένα που παραθέτουμε είναι εντελώς ενδεικτικά και αβέβαια, για λόγους που έχουμε ήδη περιγράψει.

Συγκεκριμένα, καταρχάς από την ανάλυση των μητρώων μελών του Συνδέσμου Οινοπαντοπωλών Πειραιά, φαίνεται ότι τα έτη 1916-1917 ο αριθμός των Γαρδικιωτών οινοπαντοπωλών στον Πειραιά αυξάνει και ξεπερνά πιθανώς τους 20 ή και τους 25. 
Τη συγκεκριμένη υπόθεση ενισχύει το γεγονός ότι, όπως φαίνεται, μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 ο αριθμός των Γαρδικιωτών οινοπαντοπωλών μειώνεται και πάλι. Το 1919 οι Γαρδικιώτες που καταφέραμε να εντοπίσουμε στα μητρώα ανέρχονται σε 16, ενώ την επόμενη χρονιά αυξάνονται ελαφρώς και φθάνουν τους 20. 

Για το 1920 διαθέτουμε επιπλέον το πρακτικό της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου των εξ Αθαμανίας Παντοπωλών «Ο Ασπροπόταμος», που έλαβε χώρα τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου. Στη διαδικασία ανάδειξης διοικητικού συμβουλίου του Ασπροποτάμου λαμβάνουν μέρος συνολικά 29 οινοπαντοπώλες, εκ των οποίων 15-16 είναι Γαρδικιώτες. 

Σταδιακά ο αριθμός των Γαρδικιωτών οινοπαντοπωλών φαίνεται να αυξάνει και πάλι, φθάνοντας τους 27 το 1923 και τους 31-34 το 1924. Από τις νέες εγγραφές στο μητρώο του Συνδέσμου Οινοπαντοπωλών Πειραιά προκύπτει ότι μεταξύ 1920-1924, 4 Γαρδικιώτες εισέρχονται κατά μέσον όρο κάθε χρόνο στο επάγγελμα.

Η τάση αυτή φαίνεται να συνεχίζεται και μετά το 1925, χρονιά κατά την οποία έχουμε τουλάχιστον 5 νέες εγγραφές Γαρδικιωτών στο μητρώο του Συνδέσμου Παντοπωλών Πειραιά. Την ίδια στιγμή, φαίνεται να είναι ελάχιστοι όσοι εγκαταλείπουν το επάγγελμα, γεγονός που δείχνει τη διαδικασία σταδιακής εδραίωσης στην πόλη. 

Έτσι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, ο αριθμός των Γαρδικιωτών οινοπαντοπωλών του Πειραιά φαίνεται να σταθεροποιείται, με μικρές αυξομειώσεις, σε ένα δίκτυο 30-40 καταστημάτων. Παράλληλα, ένας σαφώς μικρότερος αριθμός Γαρδικιωτών ανοίγει σταδιακά παντοπωλεία σε διάφορες λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, όπως η Καλλιθέα, η Πλατεία Αττικής και τα Σεπόλια.

Η ανάπτυξη των Γαρδικιωτών Οινοπαντοπωλών του Πειραιά δεν συνδέεται μόνο με ποσοτικές αλλά και με ποιοτικές παραμέτρους. 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Με το πέρασμα του χρόνου οι Γαρδικιώτες οινοπαντοπώλες της πόλης δεν αυξάνονται μόνο σε αριθμό, αλλά αποκτούν επίσης πρόσβαση στα επαγγελματικά «κέντρα εξουσίας», συμμετέχοντας στη διοίκηση του Συνδέσμου Οινοπαντοπωλών Πειραιά. Το παρακάτω παράδειγμα είναι ενδεικτικό.

Οι μπακαλόγατοι ήταν οι βοηθοί, οι υπάλληλοι, που συνήθως ήταν συγγενικό πρόσωπο, ανιψιός, βαφτισιμιός η και συμπατριώτης, πάντα όμως από το Γαρδίκι ή τα γύρω χωριά. Ήταν η πρώτη τους επαφή στην μεγάλη πόλη, δούλευαν όλη μέρα και το βράδυ έστρωνα δυο κουβέρτες σε ένα ράντζο και κοιμόντουσαν. Για το φαγητό μεριμνούσε το αφεντικό. 
Δύο η και περισσότερες φορές την εβδομάδα, οι παραγιοί κατέβαιναν στις κεντρικές αγορές της Γούναρη, της Σοφοκλέους, της Σωκράτους και γέμιζαν το καρότσι με τις προμήθειες και από εκεί ξεκίναγε ο Γολγοθάς να το σέρνει σε δύσκολους δρόμους και πολλές ανηφόρες, μέχρι να φτάσει στο μαγαζί.

Έτσι, γρήγορα έκαναν το δικό τους κομπόδεμα και έφευγαν να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί.Τα περισσότερα μπακάλικα είχαν και ταβέρνα, με πολύ καλό κρασί και τα βράδια γέμιζαν τραπεζάκια με πελάτες, αν είχαν κάποια αυλή η στο πεζοδρόμιο η και ακόμα όρθιοι !!! αρκεί το κρασί να είναι καλό !!!Ιεροτελεστία ήταν και το πλύσιμο των βαρελιών κάθε Σεπτέμβριο για να είναι έτοιμα για το μούστο. 

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Ξεφουντάρισμα, ξύσιμο όλη η εσωτερική πλευρά του βαρελιού, καλό ξέπλυμα με νερό, λίγες μέρες στον ήλιο να στανιάρει και μετά πάλι φουντάρισμα και τοποθέτηση στη θέση τους. Για κάποιες μέρες τα φορτηγά με τον μούστο γέμιζαν τις γειτονιές με την γνωστή μυρωδιά του, έτοιμο να ψηθεί και να γίνει κρασί.

Τα χρόνια πέρασαν τα μαγαζιά πλήθυναν, μεγάλωσαν, οργανώθηκαν, την τροφοδοσία τους ανέλαβαν οι ίδιες οι εταιρίες, τα σακιά χάθηκαν, τα τρόφιμα τυποποιήθηκαν, οι περισσότερες ταμπέλες άλλαξαν και από παντοπωλείο Θεσσαλία ή το Γαρδίκι, ή ο Ασπροπόταμος, έγιναν φωτεινές … Super Market.. και έχασαν όλη τη μαγεία τους.

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Τα μαγαζιά των Γαρδικιωτών ήταν διάσπαρτα σε όλο το λεκανοπέδιο, στον Πειραιά όμως ήταν οι περισσότεροι.Στο Χατζηκυριάκειο, οι Σδρενιαίοι, Τσιρογιανναίοι, Βλαχοκωσταίοι, Μπαούσηδες, Κάκιας, Βρακαίοι, Καραγιώργος, Παππάς, Φουνταίοι.

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Στον Πειραιά, Αφοί Παπακωνσταντίνου ( ακόμα και σήμερα ο Αποστόλης Παπακωνσταντίνου διατηρεί το μαγαζί των ιδρυτών Αριστείδη και Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, τη γνωστή σε όλους μπακάλα !!) και Ι. Στέργιου, στα ταμπούρια, Ναζαραίοι, Τετριμίδας, Κατσιμπαίοι, Μαλισιωβαίοι, Γαρδικιώτης , Λαππαίοι, Οικονόμου, Μπαμπουραίοι, Ζαρκαδαίοι, Σαφαρικαίοι, Γοργογέτας, στον Κορυδαλλό Λιαζαίοι, Βράκας, Μπαταγιανναίοι, Παρθεναίοι, στα καμίνια Μπαταγιανναίοι, Μαλεγκαίοι, Τσικάτος, Καραμητραίοι, Τζαμαραίοι, Γιωταίοι, Φυσικόπουλος, Στεργιοπουλαίοι, Ορωκλός, Κωνσταντάκος.

Στον προφήτη Ηλία οι Βρακαίοι, Στουρναραίοι, στις κεντρικές αγορές του Πειραιά και της Αθήνας, Τσιρογιανναίοι, Ουτραίοι, Βρακαίοι, Παπακωνσταντιναίοι, Μπαμπουραίοι, Μπουλουτσαίοι, Γιώτης, Μπαταγιανναίοι, Καραγιωργαίοι.

Επαγγέλματα Γαρδικιωτών

Στα Τρίκαλα οι Γαρδικιώτες ασχολήθηκαν, παλιότερα με το εμπόριο ερίων, ως τεχνίτες αυτοκινήτων, με τις μεταφορές ως ιδιοκτήτες φορτηγών και εισαγωγές μεταχειρισμένων οχημάτων και μηχανημάτων, με ομολογουμένος τεράστια επιτυχία.
Μάλιστα τη δεκαετία του 80` και 90`η Τρικαλινή αγορά μεταχειρισμένων φορτηγών, ήταν η μεγαλύτερη της Ελλάδας.