Skip to content Skip to left sidebar Skip to footer

Ιστορία – λαογραφία

Το Τρανό Γαρδίκι

Το όμορφο και ξακουστό Γαρδίκι, είναι ορεινό χωριό του νομού Τρικάλων που σήμερα υπάγεται στον Δήμο Πύλης. Είναι το πολυανθρωπότερο και ζωτικότερο κέντρο της κοιλάδας του Ασπροποτάμου. Έχει υψόμετρο 1000 εώς 1170 μέτρων. Σκαρφαλωμένο σε μια απότομη πλαγιά της Κακαρδίτσας, δεσπόζει με την παρουσία του στη νότια Πίνδο. Είναι βλαχόφωνο κεφαλοχώρι με πλούσια ιστορία, άγρια φυσική ομορφιά και παραδοσιακό χρώμα.

Χτισμένο στην νοτιανατολική πλαγιά της κορυφής Κουρούνα(1988μ.), πάνω από το Μουτσιαρίτη παραπόταμο του Ασπροποτάμου, πήρε το όνομα Γκαρντίστι στα βλάχικα κατά μια εκδοχή από τη λέξη “γκάρντου”, που σημαίνει οχυρή τοποθεσία.

Η θέση του χωριού ήταν αθέατη από τη κοιλάδα του Αχελώου, καθώς το Γαρδίκι δεν φαίνεται παρά μόνο στην τελευταία στροφή του δρόμου ακόμη και σήμερα, προφυλασόμενο έτσι από επιδρομείς και εχθρούς.

Περιβάλλεται από τα βουνά Κακαρδίτσα(2428m), Σπανούρα(2170m), Ντούλια(2411m), Παλέντζι Κουρούνας(1100m), Πλούν(1702m), Πλούν Σκοβ(1407m) και Καπ Γκρας(1930m).

Ιστορικά, στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Γαρδίκι μνημονεύεται αρχαίος οικισμός με την πρωτεύουσα του στη θέση “Βρύσες”, κάπου 250μ. ψηλότερα από τον συνοικισμό Παλαιοχώρι Γαρδικίου. Ακόμα και σήμερα σώζονται ερείπια και κομμάτια από κεραμίδια. Προπολεμικά είχαν γίνει ανασκαφές και βρέθηκαν αρχαία νομίσματα με τη λέξη «Αθαμάνων».

Στα μυθικά χρόνια αναφέρεται ως γενάρχης των Αθαμάνων και πρώτος βασιλιάς τους ο Αθάμας, γιός του Αιόλου και της Εναρέτης, εγγονός του βασιλέα Έλληνα του Ορχομενού Βοιωτίας. Ο Αθάμας από το γάμο του με την Ινώ, θυγατέρα του Κάδμου απέκτησε το Λέαρχο και το Μαλικέρτη. Εκδιώχτηκε από τη Βοιωτία όταν σκότωσε το γιό του Λέαρχο και εγκαταστάθηκε στη κοιλάδα του Αχελώου όπου παντρεύεται τη Θεμιστώ, θυγατέρα του βασιλιά των Λαπιθών, ιδρύοντας έτσι το βασιλικό οίκο των Αθαμάνων.

Πολύ αργότερα το 200 πΧ περίπου επί βασιλείας Αμυνάνδρου, η περιοχή γνωρίζει μεγάλη ακμή και το Αθαμανικό βασίλειο φτάνει μέχρι τους αρχαίους Γόμφους.

Το 330 μΧ με την εισβολή των Ρωμαίων στη νότια Πίνδο, το βασίλειο των Αθαμάνων αφανίστηκε και για μια χιλιετία δεν υφίσταται κανένα ιστορικό στοιχείο η πηγή..

Η επόμενη ιστορική καταγραφή είναι το 1336 μΧ, σε χρυσόβουλο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ` Παλαιολόγου, όπου αναφέρεται ότι το μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γαρδικίου υπάγεται στην Επισκοπή Σταγών.

Αργότερα το 1393 με σιγίλλιο του Πατριάρχη Αντωνίου του Δ`, αναφέρεται ότι το μοναστήρι αυτό βρίσκεται “εν Ασπροποτάμω” κι έτσι περιγράφεται η περιοχή από της πηγές του Αχελώου μέχρι το σημείο που συναντά το Καμναίτικο.

Υπέργηροι Γαρδικιώτες και ιδίως ο άλλοτε Πρόεδρος της Κοινότητας Γαρδικίου Χρίστος Δ. Πελεκούδας, διηγόνταν πως υπήρχε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 30`, ένα βιβλίο με άγραφες ριγωμένες κόλλες στο οποίο ο εκάστοτε Δήμαρχος πρώτα κι αργότερα Πρόεδρος της Κοινότητας, ο Εφημέριος του χωριού, ο Δάσκαλος ή κάποιος άλλος Γαρδικιώτης, έγραφαν τα πιο σημαντικά κι αξιόλογα ιστορικά, κοινωνικά και άλλα γεγονότα του χωριού.

Το αρχείο αυτό που αποτελούσε πρωτογενές αρχείο και εξαιρετική ιστορική αναγραφή του χωριού χάθηκε, καταστράφηκε η εκλάπη, ουδείς γνωρίζει.

Έτσι τα μοναδικά στοιχεία που παρέμειναν ως πηγές για τους ιστορικούς ερευνητές είναι οι προφορικές αφηγήσεις των ηλικιωμένων, οι ιστορικές καταγραφές του Αχιλ. Καρανάσιου, του λαογράφου Αλέξ. Χατζηγάκη, ξένοι περιηγητές, τα αρχεία της Βυζαντινής, της Οθωμανικής αυτοκραστορίας και του Ελληνικού κράτους από το 1881 και μετά.

Έτσι στα νεότερα χρόνια, την πρώτη καταγραφή του χωριού την βρίσκουμε το 1454 στην πρώτη επίσημη απογραφή των Οθωμανών μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την οριστική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αναφέρεται από Τουρκικές πηγές ως Gardik, Γαρδίκι, Βλαχογαρδίκι.

Στο Γαρδίκι μετοίκησαν οι κάτοικοι του οικισμού Λιάσοβο που βρισκόταν στη δυτική πλευρά του βουνού Νεράϊδα (Καπ Γκρας = Χοντρό Κεφάλι, στη βλάχικη διάλεκτο) και διαλύθηκε στο διάστημα μεταξύ 1592 και 1858, αλλά και του οικισμού Κεράσοβο που βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού οικισμού Παλαιοχώρι Γαρδικίου και διαλύθηκε μεταξύ των ετών 1868 και 1881.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα των παλαιοτέρων, από το Κεράσοβο οι κάτοικοι μετακινήθηκαν από εκεί γιατί το κλίμα ήταν ανθυγιεινό και μολυσμένα τα πόσιμα νερά. Επίσης η τοποθεσία ήταν ευάλωτη σε επιθέσεις ληστοσυμμοριτών.

Από το Λιάσοβο επίσης οι κάτοικοι έφυγαν για τους ίδιους λόγους και για το εξής επεισόδιο, όπως μαρτυρά η παράδοση:

“Στη Λιασοβίτικη τοποθεσία «Τζιάνα» στην αριστερή όχθη του Ασπροποτάμου, ήταν τα χρόνια εκείνα ένας νερόμυλος τον οποίο διατηρούσε Τούρκος Αγάς. Μια μέρα ο Αγάς κακοποίησε μια Λιασοβίτισσα Χριστιανή που πήγε στο μύλο του με σιτάρι, για το λόγω αυτό ο Τούρκος μυλωνάς δολοφονήθηκε από τον άνδρα της κακοποιηθείσας. Τότε οι άλλοι Τούρκοι του συνοικισμού για εκδίκηση έκαψαν και κατέστρεψαν τα σπίτια των χριστιανών, οι δε τελευταίοι επιτηθέντες τη νύχτα έκαψαν τα σπίτια των Τούρκων και τους καταδίωξαν. Έτσι καταστράφηκε το Λιάσοβο κατά τις παραδόσεις”.

Ο θρύλος επίσης αναφέρει, ότι τη τοποθεσία που θα κτιζόταν το νέο χωριό την υπέδειξε η Παναγία, όταν ένας βοσκός ανακάλυψε την εικόνα της Θεοτόκου στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο κεντρικός ναός του Γαρδικίου.

Μια άλλη εκδοχή είναι ότι το ονομαστό νερό της τωρινής βρύσης στη πλατεία προσέλκυσε τους μετέπειτα Γαρδικιώτες. Δίπλα στη πηγή ήταν μια καλύβα που κατοικούσε μια γριά και διέθετε περιφραγμένο κήπο. Στα Βλάχικα ο φράκτης λέγεται “Γκάρντου” και ο κήπος “Γκαρντίνα”. Η παραπάνω περιγραφή είναι ακόμη μια εκδοχή από που προήλθε η Βλάχικη ονομασία “Γκαρντίστι”.

Φαίνεται πάντως ότι ο σοβαρότερος λόγος μετεγκατάστασης των δύο οικισμών στη σημερινή οχυρή θέση, ήταν οι επιδρομές τουρκοαλβανών και χριστιανών ληστών που συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και οδήγησαν πολλούς κατοίκους της ευρύτερης περιοχής να μεταναστεύσουν, κυρίως στη Μακεδονία.

Ο μεγάλος λαογράφος και μελετητής των θρύλων του Ασπροποτάμου Αλέξανδρος Χατζηγάκης αναφέρει γλαφυρά : ” Λίγο ποιο κάτω απ’το Γαρδίκι, σώζονται παλιά ερείπια. η παράδοση αναφέρει ότι ήταν εκεί, παλιό χωριό που ρήμωσε από το φόβο της πανούκλας.

Όσοι πεθάνανε απ` την αρρώστια μείνανε άταφοι και βρυκολακιάσανε. Τις νύχτες, φαίνουντε άσπροι ήσκιοι, που περνούν στα χαλάσματα, αφήνοντας ψιλές συριστικές φωνές”.

Σε άλλη καταγραφή του επισημαίνει ότι οι οικισμοί “Λιάσοβο” και “Κεράσοβο” εγκαταλείφθηκαν λόγω των πολλών φιδιών και συγκεκριμένα το είδος ” Σαπίτης”(Αστρίτης), που ήταν θανατηφόρος.

Οι κάτοικοι της περιοχής λέγανε χαρακτηριστικά όπως γράφει στο έργο του “Παραδόσεις του Ασπροποτάμου”:

“Αν σε φάω εγώ η οχιά βάλε μέλι κι αλατάκι
αν σε φάει ο γιός μου ο σαπίτης (ή αστρίτης)
το τσαπί και το φτυαράκι”

Πάντως αυτό που είναι σίγουρο μελετώντας και τα οικοδομήματα του χωριού, είναι ότι αυτό δεν έχει ιστορία πάνω από τέσσερις αιώνες.

Το 1610 -15 μετά την αποτυχημένη εξέγερση των Θεσσαλών υπό του Διονυσίου Φιλοσόφου, το μοναστήρι του Γαρδικίου καταστρέφεται και γύρω στα 1615 πιστεύται ότι ιδρύθηκε το χωριό στη σημερινή του θέση, αφού οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη περιοχή, τρομοκρατώντας τους κατοίκους που κατέφυγαν σε ασφαλέστερη και πιο οχυρωμένη τοποθεσία.

Τον Ιούλιο του 1700, γίνονται τα θυρανοίξια του κεντρικού ναού του Γαρδικίου(Κοιμήσεως της Θεοτόκου), τέσσερις μήνες μετά τη δολοφονία, του εκ Κοζάνης λήσταρχου – κλεφταρματωλού κατά άλλους- Μειντάνη, από απόσπασμα Τουρκοαλβανών με το κεφάλι του να αποστέλεται στη Πόλη ως λάφυρο στο Σουλτάνο.

Το Τρανό Γαρδίκι

Η παράδοση αναφέρει ότι ο Μειντάνης με 20 συντρόφους του κατέφυγε στην αρχή καταδιωκόμενος από χιλιάδες Αλβανούς του Πασά των Τρικάλων, στον ημιτελή ναό και ύστερα από παράκληση των προκρίτων του χωριού προς τον επικεφαλής του αποσπάσματος να μη χυθεί αίμα και μαγαριστεί η εκκλησία, αφέθηκαν να διαφύγουν από μια μικρή πίσω πόρτα που σήμερα είναι κτισμένη, σε παρακείμενες οικίες όπου και συνελήφθησαν. Το κεφάλι του Μειντάνη στάλθηκε “πεσκέσι” στον ίδιο το Πασά, ενώ άγνωστη είναι οι τύχη των παλικαριών του.

Το 1750 ανοικοδομείται ως μοναστήρι ο σημερινός Ι.Ν.Αγίας Τριάδας(άλλοτε καθολικό μεγάλης Μονής) στα νότια του χωριού, από το Γαρδικώτη ιερομόναχο Ιωαννίκιο. Ακόμη και σήμερα σώζονται αποσπασματικά τοιχογραφίες εκείνης της περιόδου.

Το 1759 καταγράφονται στα κατάστιχα της μονής Βαρλαάμ 49 οικογένειες στο Γαρδίκι και το χειμώνα 1777 δίδαξε στη πλατεία του χωριού(Μεσοχώρι), ο Πατρο – Κοσμάς ο Αιτωλός η “Καλούγκαρ” από τότε για τους Γαρδικιώτες.

Το Γαρδίκι επί Τουρκοκρατίας αναφέρεται ως το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής του Ασπροποτάμου ακόμη και το χειμώνα και με ιδιαίτερη οικονομική άνθηση.

Εκτός της κτηνοτροφίας που ήταν κυρίως νομαδικής μορφής, ένα επάγγελμα που ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο ήταν αυτό των ραφτάδων και των “τσαγκαράδων”(τσαρουχοποιών). Το ασκούσαν οι Γαρδικιώτες στις πόλεις και τις κωμοπόλεις του κάμπου.

Επίσης προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι καραβάνια με τα ξακουστά τυροκομικά προιόντα της περιοχής έφθαναν μέχρι του Ρουμανία και τις υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες.

Η περίοδος που πασάς στα Ιωάννινα είναι ο Αλή, καταγράφεται από πηγές και αναφορές, ως καταστροφική για όλα τα χωριά του Ασπροποτάμου.

Γι αυτό και ο Fr. Pougueville το 1816 στο έργο του Voyage – Ήπειρος σελ.329, αναφέρει ότι υπήρχαν μόνο 120 κατοικίες στο Γαρδίκι.

Τον Ιούνιο του 1821 στρατεύματα του Χουρσίτ πασά αφού κατέστρεψαν τους Καλαρρίτες και άλλα χωριά της περιοχής μπαίνουν στο Γαρδίκι.

Τότε οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι το χωριό το έσωσε ο προεστός Γεώργιος Καραθάνος η Γκάτσιος, όταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος διέκρινε στο πέτο του Καραθάνου παράσημο που του είχε απονείμει ο Σουλτάνος. σε μεγάλους αθλητικούς αγώνες πού είχαν γίνει στη Πόλη.

Τον Απρίλιο του 1824 διέρχεται από το Γαρδίκι μέσω της χιονισμένης Κακαρδίτσας ο βαριά άρρωστος Γεώργιος Καραισκάκης, ανταλλάσοντας τις γνωστές επιστολές με τον Αρματωλό Νικόλαο Στορνάρη, για την εμφύλια διαμάχη του με τον αρματωλό των Αγγράφων Ράγγο.

Το Τρανό Γαρδίκι

Tp 183(0) oι Γαρδικιώτες ιερομόναχοι Δαμασκηνός και ο αδελφός του Χαράλαμπος ξανακτίζουν την Ι.Μ.Αποδόσεως Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη σημερινή της θέση. Η άνωθεν χρονολογία όπως και αυτή του 1892 αναγράφονται πάνω από στην τοιχοποιία της Μονής. 

Το Τρανό Γαρδίκι

Άλλες καταγραφές περιγράφουν ως κτήτορες του μοναστηριού στη θέση παλαιότερου που καταστράφηκε τους κλεφταρματολούς αδερφούς Χύτα.

Μετέπειτα το 1842, όπως έχει χαραχθεί πάνω από την είσοδο του Ναού, εικονογραφήθηκε από τους Ηπειρώτες αγιογράφους, πατέρα και υιούς(Γρηγόρη και Δημήτριο) Αναγνώστη, από τα Καστανοχώρια των Ιωαννίνων και συγκεκριμένα το χωριό “Πλέσια”.

Ο Ναός του μοναστηριού είναι καθολικό καμαροσκέπαστος, τον περιβάλλει διώροφη πτέρυγα κελιών που ανάμεσα τους έχει κτιστεί ο μονόκλιτος ναίσκος της Αγίας Ειρήνης. Σήμερα η Μονή είναι έρημη αφού ο τελευταίος μοναχός ήταν ο Ιωάσαφ Τσουγιάννης από το Καστράκι, που αποκατέστησε μεγάλο τμήμα του μοναστηριού και έφυγε από τη ζωή το 1984.

Το Τρανό Γαρδίκι

Το μοναστήρι πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου(εννιάμερα της Παναγίας). Οι προσκυνητές(Γαρδικιώτες, Τζουρτζιώτες και Παλαιοχωρίτες), πηγαίνουν στο μοναστήρι τη παραμονή και φτιάχνουν αυτοσχέδια καταλύμματα στο παρακείμενο δάσος, για να διανυκτερεύσουν το βράδυ. Μετά τη δοξολογία γίνεται γλέντι με χορούς και τραγούδια, ενώ σερβέρεται κριθαράκι με κρέας μαγειρεμένο στα καζάνια.

Το 1832, κτίζεται η περίφημη κεντρική βρύση της πλατείας με το γέργαρο νερό, σημείο αναφοράς για τους απανταχού Γαρδικιώτες σε όλο το κόσμο.

Το 1838 ο καπετάνιος Γεώργιος Καταραχιάς, ανεψιός του Σαρακατσάνου αρματωλού του Ασπροποτάμου Κατσαρού(1827 – 36), καταδιωκόμενος από απόσπασμα τουρκοαλβανών, σκοτώνει στη θέση “Κριθάρια” του οροπεδίου της Κακαρδίτσας τον αρχηγό τους Σεμόμπεη. Την επομένη ετάφη με τιμές και σε περίοπτη θέση στο Γαρδίκι(έκτοτε ονομάζεται “Σέμος”), προκειμένου να εξευμενιστούν οι Οθωμανικές αρχές.

“Τρια πουλάκια κάθονται στη Λούτσα στα Κριθάρια
τόνα τηράει τα Τρίκαλα τόνα το Γαρδίκι
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει :
Νάταν η μέρα βροχερή κι η νύχτα χιονισμένη
που κίνησε ο Σεμόμπεης να πάει στα Βλαχοχώρια
να πιάσει το Καταραχιά και τ`άξια συντρόφια”.

Είκοσι χρόνια αργότερα ο Γάλλος περιηγητής LEON HEUZEL , που το 1858 επισκέφθηκε το Γαρδίκι γράφει:
“Πατούμε τώρα ανεβαίνοντας το ποτάμι, πρώτα από την αριστερή όχθη για να φτάσουμε στο Γαρδίκι, που βρίσκεται σε πέντε ώρες απόσταση από εδώ, αλλά στην αντίθετή όχθη. Ο δρόμος που ανεβαίνει στο Γαρδίκι, είναι ένας δρόμους απ’ τους χειρότερους όλου του βουνού.

Ο συνοικισμός αποτελείται από εκατόν πενήντα σπίτια, σκαρφαλωμένα σε απότομες πλαγιές, που δεσπόζονται από μια διαχωριστική προεξοχή βράχων οι οποίοι πέφτουν λίγο-λίγο επάνω στα σπίτια! Μα το χωριό επήρε ένα χάρισμα από τον ουρανό, το οποίο ισοφαρίζει πολλές ελλείψεις. Αυτό το χάρισμα είναι το παγωμένο νερό που φημίζεται πως είναι το καλύτερο από όλη την περιοχή.

Όλοι οι βλάχοι ασπροντυμένοι φτάνουν διαδοχικά και συγκεντρώνονται περίεργα στο μεσοχώρι. Κάνω αυτή τη σκέψη, ότι τέτοια έπρεπε να ήταν άλλοτε στη Ρώμη η όψη και το χρώμα των λαϊκών συναθροίσεων, χάρις στη λευκότητα των ρούχων και των μάλλινων φλοκατών”.

Το Τρανό Γαρδίκι

Το 1870 η 1873 γεννιέται ο Εθνικός μας ποιητής, βουλευτής, δωρητής, εθναπόστολος και ιδρυτής του “Λευκού Σταυρού”, Σπυρίδων Ματσούκας, ανεψιός του διεθούς φήμης ποιητή Ν.Ματσούκα η “Καραβίδα” που δολοφονήθηκε τρία χρόνια αργότερα στη θέση ” Βαένια” της Μουτσιάρας – Αθαμανίας από συντοπίτες του. 

Το συγκεκριμένο γεγονός, έγινε αιτία να προκληθεί οξύτατο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ της Γαλλίας και της Οθωμανικής Πύλης, αν και μαρτυρίες γερόντων αναφέρουν πως η πραγματική αφορμή του φονικού, ήταν ερωτική αντιζηλία.

“Ο όμμορφος και λεβέντης, ο σατυρικός αυτός Ασπροποταμίτης ποιητής π’ ακούει στ’ όνομα Καραβίδας, ζούσε στο Γαρδίκι, τον περασμένο αιώνα. Καθισμένος στο πεζούλι του μεσοχωριού, σκάρωνε στίχους, σατυρίζοντας ό,τι αυτός θεωρούσε για στραβό και παράξενο. Αντικρύζοντας κάποτε στο μεσοχώρι, νεοφερμένο στο Γαρδίκι ξένο, ντυμένο με ευρωπαϊκή φορεσιά δεν άργησε να τον σατυρίσει με το κατοπινό τετράστιχό του. «Λαιμοδεμένος περπατεί την αλυσσίδα παίζει. Μα ο πολύς ο Βαγενάς αδειάζει και τον χέζει!». Ο Καραβίδας έγραφε τα τετράστιχά του με αλφαβητική σατυρική ακροστιχίδα. Λένε ότι μπορούσε να γράφει έχοντας θληκωμένα τα χέρια του πίσω! Η παράδοση αναφέρει ότι ο Καραβίδας σκοτώθηκε στο βουνό Βελούσι μεταξύ Μουτσιάρας – Παχτουριού από αρχόντους εχθρούς του που ζήλευαν τη μόρφωσή του, την ομμορφάδα του, την παλλικαριά του και που η καυστική σάτυρα, τους έδινε στα νεύρα. Το φόνο του διαπράξανε, οι Γαρδικιώτες Καρανίκας, Στούϊας και Ούτος, βαλμένοι απ’ τους αρχόντους. Συνήργησε δε και η αρραβωνιαστικιά του Βασίλω Βενέτη. Ύστερ’ απ’ το φόνο, η μάννα του μάζεψε τα κομμένα μέλη του, τάβαλε σε σακκί κι έφυγε απ’ το χωριό, πηγαίνοντας στην Υπάτη Λαμίας, όπου και τον έθαψε. Εδώ στην Υπάτη, μακριά απ’ το χωριό της, η φαμίλλια πήρε για οικογενειακό όνομα το «Ματσούκας». Έκτοτες η θέση που λιανίσθηκε με τα τσεκούρια ο Καραβίδας, φέρνει τ’ όνομά του. Τις νύχτες στο μέρος αυτό, βγαίνει ένας ολόασπρος ήσκιος και ακούγονται παράξενα έμμετρα λόγια. Λένε πως ο Καραβίδας καταριέται τους φονιάδες του. Οι Γαρδικιώτες, χαρακτηριστικά λένε: «Αν έζηγε ο Καραβίδας το Γαρδίκι δεν θάχε αυτά τα χάλια, που έχει σήμερις, γιατί ο Καραβίδας είταν προοδευτικός και γραμματιζούμενος, θάταν καλύτερο το χωριό. [Ματσούκας= Γόνος της οικογενείας είναι ο Εθνικός βάρδος Σπύρος Ματσούκας]”. Καταγραφή Αλεξανδρος Χατζηγάκης 1948.

Αφηγήσεις απογόνων του Εθνικού μας ποιητή Σπ. Ματσούκα, αναφέρουν ότι οι γονείς του οι οποίοι ήταν πάμφτωχοι(σκηνίτες) εκδιώχθηκαν από τους προκρίτους του υπό Οθωμανική κατοχή τότε Γαρδικίου λόγω της πατριωτικής τους δράσης, θέλοντας έτσι να διαφυλάξουν το χωριό από την εκδικητική μανία και τα αντίποινα των Τούρκων, καταφεύγοντας έτσι στην Υπάτη.
Το γεγονός αυτό μάλλον συντελέστηκε μετά τη δολοφονία του θείου του “Καραβίδα” στη ομώνυμη έκτοτε τοποθεσία(ρέμα), κοντά στη Μουτσιάρα(Αθαμανία).

Λίγο πριν την απελευθέρωση (1881) ο Β.Ζώτος(Μελέται τομ, Δ`) και ο Ι.Κοκκίδης, καταγράφουν περί τις 300 οικίες και πάνω από 1600 κατοίκους στο Γαρδίκι.

Το 1882 με εγκύκλιο ιδρύεται Δημοτικό σχολείο(θερινό) και τελικά θα κτιστεί στη σημερινή του θέση 18 χρόνια αργότερα, το 1900 επί Δημαρχίας Γρ.Καραθάνου – Γαρδικιώτη. Στις ημέρες μας λειτουργεί ως λαογραφικό μουσείο.

Το 1883 από επίσημες πηγές, καταγράφονται 1654 κάτοικοι και το 1896 περίπου 2369. Ιδρύεται με βασιλικό διάταγμα ο Δήμος Αθαμάνων και Ειρηνοδικείο(θερινούς μήνες)με έδρα το Γαρδίκι και πρώτο Δήμαρχο τον Ευάγγελο Μπαταγιάννη.

Η κτηνοτροφία γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συγκρούσεις με τα γειτονικά χωριά(Αθαμανία, Ματσούκι και Τζούρτζια) λόγω έλλειψης βοσκοτόπων, ενώ πολλές είναι και οι κασαρίες που δημιουργούνται στο χωριό. 
Οι Γαρδικιώτες επίσης ασχολούνται με το επάγγελμα του αγωγιάτη, σχηματίζοντας καραβάνια που ταξίδευαν σε όλη την Θεσσαλία.

Στο βαρύτατο χειμώνα του 1892 και συγκεκριμένα στις 7 Ιανουαρίου, χιονοστιβάδα καταστρέφει μεγάλο μέρος του χωριού(55 σπίτια) και φόνευσε αρκετούς κατοίκους(οικογένεια Μπουκουβάλα και Στεργιοπούλου). 

Την ίδια περίοδο γίνεται κάτι ανάλογο και στο Αρματωλικό(Μπούκουρο) εξού και ο φημισμένος στίχος που η λαική παράδοση διέσωσε : “Καταστροφή στη Μπούκουρι και σάρα στο Γαρδίκι”.

Το 1893 οικοδομείται ο Ι.Ν.Αγίου Αθανασίου στα ΝΔ του χωριού, στα όρια του ομώνυμου μαχαλά.

Ένα χρόνο μετά δημιουργείται τους θερινούς μήνες Αστυνομικό τμήμα στο Γαρδίκι, όταν δηλαδή ερχότανε οι κάτοικοι από τα χειμαδιά του κάμπου των Τρικάλων(Μεγάλα Καλύβια, Τσιότι κλπ) και κυρίως της Καρδίτσας(Μαρλάρι – Αχλαδιά, Καραλάρι – Γραμματικό, Κοπριτσί – Γεφύρια, Λαζαρίνα κλπ).

Όπως καταγράφει ο Αχ. Καρανάσιος, επιφανής ιστορικός του Γαρδικίου, το 1896 μεταναστεύουν στην Αμερική οι πρώτοι Γαρδικιώτες. 

Αργότερα και ιδίως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στη “Γη της Επαγγελίας” καταφεύγουν πάρα πολλοί νέοι του χωριού, που οι περισσότεροι δεν γύρισαν έκτοτε.

” Το Γαρδίκι έχει πολύ κόσμο στην Αμερική” λέγανε με καημό οι γεροντότεροι στις αφηγήσεις τους, πριν κάμποσα χρόνια.
Εκείνη ακριβώς τη περίοδο σύμφωνα με το Ν.Γεωργιάδη στο έργο του “Θεσσαλία” σελ.199, διαμένουν στο χωριό 200 οικογένειες.

Το 1912, λίγες ημέρες πριν το πόλεμο, ο Σπυρίδων Ματσούκας αφού έχει ολοκληρώσει τη περιοδεία του στην ομογένεια της Αμερικής, της Αιγύπτου και της Κύπρου, που είχε σαν αποτέλεσμα με δωρεές που συγκέντρωσε να αγοραστούν για το στόλο δύο αντιτορπιλικά(“Κεραυνός” και “Νέα Γενεά”), εκφωνεί λόγο από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου “Ολύμπια” των Τρικάλων(στην εικόνα το γωνιακό κτίσμα) για να εμψυχώσει τους νέους. 

Το Τρανό Γαρδίκι

Εκεί απαγγέλει για πρώτη φορό τους στίχους : “Παιδιά απ` τον Ασπροπόταμο και το τρανό Γαρδίκι κι απ` τις Μουτσιάρας τις σπηλιές, λεβέντες παλικάρια…”, που αργότερα έγιναν διάσημο Δημοτικό τραγούδι και ύμνος για τη περιοχή, από τους Σωτήρη Σγούρο και Σωτ. Γοργογέτα.

Στούς Βαλκανικούς πολέμους οι Γαρδικιώτες πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίματος, με τους πρώτους νεκρούς να καταγράφονται στη μάχη του Σαραντάπορου(υπίατροι Καρανάσιος και Στεργιόπουλος).

Μάλιστα στην έξοδο του χωριού, στο παλαιό μονοπάτι, υφίσταται ξωκλήσι της Παναγίας που αποτελούσε τάμα των πολεμιστών, που εκπληρώθηκε μόλις αυτοί γύρισαν από τις μάχες στη γενέτειρά τους.

Αξιοσημείωτο πάντως είναι, ότι σύμφωνα με αναφορές τους, όταν ο Ελληνικός στρατός εισήλθε στη Τζουμαγιά. οι Γαρδικιώτες στρατιώτες συναντήθηκαν με συγγενικές τους φάρες που είχαν καταγωγή από το Γαρδίκι. Αυτό σημαίνει ότι αρκετοί κάτοικοι του χωριού, είτε προέρχονταν από τη συγκεκριμένη περιοχή και εξορίστηκαν στη νότια Πίνδο από το Σουλτάνο επειδή δεν πλήρωναν φόρους η κατά μία άλλη εκδοχή, είχαν μεταναστεύσει στη περιοχή μετά τις διώξεις και την άγρια φορολογία που υπέστησαν οι ασπροποταμίτες κατά τη περίοδο του Αλή πασά.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχαν εκδιωχθεί και οι κάτοικοι του Γαρδικίου Χειμάρας της Βορ. Ηπείρου, που αναφορές κάνουν λόγο ότι οι κάτοικοι κατέφυγαν στη περιοχή ένθεν κακείθεν της Κακαρδίτσας(Ματσούκι και Γαρδίκι), λόγω των επιδρομών που υπέστησαν από οργανωμένες συμμορίες ληστών και τους Τουρκοαλβανούς του πασά των Ιωαννίνων.

Το 1914 οικοδομείται ο Ι.Ν.Προφήτη Ηλία πάνω από το χωριό, από τον υπερδραστήριο εφημέριο Σπ.Φούρλα η παπά – Φούρλα για τους Γαρδικιώτες.

Το Τρανό Γαρδίκι

Το πρώτο μισό του αιώνα, η πλειοψηφία των Γαρδικιωτών ήταν ημινομάδες και κινούνται μεταξύ του ορεινού χωριού και των χειμερινών βοσκοτόπων(χειμαδιά), που βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά στην περιφέρεια των Τρικάλων, της Καρδίτσας ή και νοτιότερα. 

Η διαφορά από τους υπόλοιπους ασπροποταμίτες είναι, ότι ακολουθούσαν το δρομολόγιο του Πορταικού(βλαχόστρατα) και όχι μέσω Κιάτρα Μπρόαστας – Καστανιάς – Καλαμπάκας.

Το Τρανό Γαρδίκι

Στο χωριό διέμεναν το χειμώνα περίπου 40 εώς 50 οικογένειες(χειμωνίτες), σε πραγματικά πολύ δύσκολες συνθήκες και αποκλεισμένοι για μήνες από τον υπόλοιπο κόσμο.

Είναι χαρακτηριστικό της οικονομικής άνθησης του χωριού ότι οι Γαρδικιώτες μόνο, μέχρι το 1930 είχαν στη κατοχή τους περί τα 30.000 πρόβατα στα γύρω βουνά.

Τα μαντρία και οι βοσκότοποι ήταν στη Μακρυλάκα,  Παλιοτσέλαρα, Στρογγυλό, Σπανούρα, Ντούλια, Πλούν, Λιάσσοβο, Λάκκο, Μακρυράχη και Βυρό 

Το Τρανό Γαρδίκι

Το 1928 πραγματοποιούνται εργασίες για τη κατασκευή νέου δρόμου(υπάρχουσα χάραξη)και κοντά στη βρύση Στουρνάρα(τοποθεσία Καταφύη) ανακαλύπτονται αρχαιολογικά ευρύματα(αιχμές δοράτων, σκεύη, εργαλεία).

Ο πόλεμος του 40` και η μετέπειτα εξελίξεις, αποτέλεσαν κομβικές για την εγκατάλειψη και τον οικονομικό μαρασμό του χωριού.

Με την επιχείρηση “Πάνθηρ” των Γερμανών το 1943, οι Γαρδικιώτες όπως και ολόκληρος ο Ασπροπόταμος γνωρίζουν τη φρίκη του πολέμου.

Το Τρανό Γαρδίκι

Τα πεζοπόρα τμήματα των κατοχικών δυνάμεων συνόδευε ένα δικινητήριο βομβαρδιστικό Γερμανικό αεροπλάνο, το οποίο πληροφορούσε για πιθανές κινήσεις ανταρτών, ενώ βομβαρδίζοντας με μικρές βόμβες, προκαλούσε τον πανικό στα διάφορα χωριά.

Το δολοφονικό αυτό αεροπλάνο (όπως το είχε ονομάσει ο λαός την εποχή εκείνη) έριξε μια βόμβα στο Νεραϊδοχώρι στις 10 το πρωί της 20ης Οκτώβρη βομβάρδισε τα χωριά Γαρδίκι και Μουτσιάρα.

Στο Γαρδίκι ευτυχώς δεν υπήρξανε θύματα, παρά μόνο σημαντικές υλικές ζημιές στα σπίτια των Κ. Μπρουζούκη, Δημ. Γουλίση και των αδελφών Καλαντζή.

Έντεκα ημέρες μετά όμως και λόγω της μεγάλης συγκίνησης από τα γεγονότα, πέθανε στο Γαρδίκι η Ευτέρπη Γ. Μπαταγιάννη, η οποία και κηδεύτηκε την 1η Νοεμβρίου του 1943, λίγο πριν εισέλθουν οι Γερμανοί στο χωριό.

Στη Μουτσιάρα δε, σκοτώθηκαν δύο περαστικοί αντάρτες και προξενήθηκαν σοβαρές ζημιές στα σπίτια των αδελφών Μπελούκα και Γ. Βασδέκη.

Οι πληθυσμοί των Ασπροποταμίτικων χωριών δεν είχαν ενημερωθεί από καμία αρμόδια πηγή για τον επερχόμενο σοβαρότατο κίνδυνο. Το μόνο που αντιλήφθηκαν και τους έβαλε σε σκέψεις ήταν το πανικόβλητο πέρασμα των ατάκτων ενόπλων δυνάμεων, οι συχνές εμφανίσεις του αεροπλάνου και οι μακρινές εκρήξεις όλμων. Στη μνήμη όλων άρχισαν να στριφογυρίζουν παλιές συμφορές.

Αφήνοντας τη Μουτσιάρα, οι Γερμανοί κατευθύνθηκαν προς το Γαρδίκι, του οποίου οι κάτοικοι είχαν καταφύγει σε δύο σημεία: οι μεν διαμένοντες και το χειμώνα εις το χωριό κάτοικοι είχαν καταφύγει προς το δύσβατο οροπέδιο «Παλλέντζι», από το οποίο κανένας δρόμος ή μονοπάτι δεν περνούσε, οι δε παραθεριστές, προς την όχι και τόσο ασφαλή τοποθεσία «Μοναστήρι – Βρύσες – Βρύση Τσίκου» από την οποία και πέρασε ένα μικρό Γερμανικό τμήμα.

Ορισμένοι Γερμανοί, φτάνοντας στην έξοδο της Μουτσιάρας ανηφόρισαν απότομα προς τον επάνω δρόμο που οδηγεί στο νεκροταφείο Γαρδικίου και από εκεί προς το χωριό.

Κατά τις δύο η ώρα το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου 1943, καταφτάνει στο Γαρδίκι το κύριο τμήμα του Γερμανικού στρατού προερχόμενο από τη Μουτσιάρα, με έναν στρατιώτη στην αρχή για εμπροσθοφυλακή, δύο στη συνέχεια, κατόπιν εφτά και τέλος ακολουθούν και οι υπόλοιποι. Ψυχή δεν τόλμησε να μείνει στο χωριό και να υποδεχτεί τους βαρβάρους…

Συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας. Αργότερα σκορπούνε στο απέραντο και ερημωμένο από τους Γαρδικιώτες χωριό, παραβιάζοντας τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών, λεηλατώντας με βουλιμία τα πάντα. Στα καλύτερα από τα σπίτια, εγκαθίστανται για διανυκτέρευση.

Στις 04:30 το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1943, αρχίζουν την πυρπόληση του χωριού. Έκαψαν τα σπίτια των Δημ. Αθ. Μπαταγιάννη, Βασ. Βούκια, Γρηγ. Γκαγκανάτσιου, των αδελφών Κων. Χολέβα, Θεοδ. Μπέσσα, Κων. Μπέσσα, Χρ. Λύτρα, Βας. Λύτρα, των αδελφών Σωτ. και Γεωργ. Σκούρου, αδελφών Γρηγ. και Αποστ. Παπακωσταντίνου, Γεωργ. Βράκα, αδελφών Αθαν. Ακρίβου, καθώς και τα καταστήματα των Δημ. Αθ. Μπαταγιάννη, Πέτρου Τηλομένου, Γεργ. Τηλομένου, αδελφών Βας. Μπαταγιάννη, Κων. Αθαν. Τσαμάρα και αδελφών Κων. Χολέβα.

Κατά την πυρπόληση των κεντρικών καταστημάτων της πλατείας, κάηκε και ένα μέρος του ενός από τα δύο αιωνόβια πλατάνια του χωριού, ονομαστών σε όλη την περιοχή για την μεγαλοπρέπειά τους. Τελευταίο καίγεται το τριώροφο, περικαλέστατο σπίτι του Τάκου Μπαταγιάννη.

Την ίδια νύχτα, οι Γερμανοί εκτέλεσαν με ριπές αυτόματων όπλων καθώς επιχειρούσαν να δραπετεύσουν, τον ατυχή Βασίλη Λόζιο, γνωστό στο χωριό και ως Τσίλη της Γαρέφως, τον οποίο είχαν συλλάβει στο δρόμο Μουτσιάρας – Γαρδικίου καθώς επέστρεφε από τη δουλειά του, και τον υπενομωτάρχη Κώστα Λαμ. Ευθυμίου, αντάρτη, τον οποίον είχαν αιχμαλωτίσει στα Θοδώριανα.

Στη θέση «Βελούσι» Μουτσιάρας, σκοτώσανε τον 28χρονο Βασίλη Αθ. Καρατζούνη, τσοπάνη, τον οποίον πέρασαν για αντάρτη. Πιο τυχερός ήταν ο βοσκός Αποστόλης Μπακώσης, ο οποίος παρότι είχε συλληφθεί στην ίδια περίπου θέση, κατάφερε να δραπετεύσει τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας.

Οι κάτοικοι του χωριού από τα γύρω υψώματα, έβλεπαν περίλυποι και τρομοκρατημένοι τις φλόγες και τους καπνούς από τα σπίτια και τα μαγαζιά που καίγονταν, ανήμποροι να κάνουν το παραμικρό. Εκείνη τη στιγμή, μια φθινοπωρινή ψιλή βροχή άρχισε.

Ήταν 6 το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1943 όταν οι βάρβαροι έφυγαν για να συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο και στα άλλα Ασπροποταμίτικα χωριά, διαμέσου της τότε γέφυρας Αλεξίου, που είχε πάρει το όνομά της από το χάνι που διατηρούσε στη περιοχή ο Αριστείδης Αλεξίου.

Ως μεγάλη απώλεια επίσης καταγράφεται, η καταστροφή του αρχείου του χωριού και μεγάλο μέρος αυτού του Ευεργετικού συλλόγου.

Τα επόμενα χρόνια, λόγω του αφανισμού του ζωικού κεφαλαίου τους στη διάρκεια του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου, συρρικνώθηκε σε μεγάλο βαθμό η κτηνοτροφία και η νομαδική ζωή των Γαρδικιωτών.

Οι ορεινοί πληθυσμοί της περιοχής τη περίοδο 1946-49 χαρακτηρίζονται ανταρτόπληκτοι(καταδιωκόμενοι)και διαμένουν μόνιμα για ασφάλεια στα πεδινά με πενιχρά μέσα.

Τότε οι περισσότεροι για να επιβιώσουν, ακόμη και μικρά παιδιά, στρέφονται για εργασία ως μικροπωλητές στη πρωτεύουσα(καστανάδες, λαχειοπώλες, σαλεπιτζήδες κλπ).

Το Τρανό Γαρδίκι

Επίσης έκλεισαν οι περισσότερες κασαρίες(τυροκομεία) στην ευρύτερη περιοχή, μειώθηκαν οι αυτοαπασχολούμενοι ως αγωγιάτες μετά την διάνοιξη των αμαξωτών δρόμων και σχεδόν εξαφανίστηκαν οι ραφτάδες(Καρδίτσα) μετά την επέλαση του έτοιμου ενδύματος.

Επίσης μέχρι την έλευση των Super Market οι Γαρδικιώτες διακρίθηκαν ως μπακάληδες στο Πειραιά, κυρίως στη περιοχής της παλαιάς αγοράς(Χατζηκυριάκειο) και στις λαικές συνοικίες(Καμίνια, Ρέντη, Ταμπούρια κλπ).

Το Τρανό Γαρδίκι

Από τη δεκαετία του 60` και μέχρι το 1981, στο χωριό υπήρχε το Μονοπώλιο της ευρύτερης περιοχής(φωτιστικό πετρέλαιο, σπίρτα και αλάτι) και αυτόνομη ηλεκτροδότηση με πετρελαιομηχανή.

Στις ημέρες μας το χωριό είναι κατά βάση παραθεριστικό, με ελάχιστους κατοίκους το χειμώνα. Οι Γαρδικιώτες διαμένουν επί το πλείστον στα Τρίκαλα(απασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και ως τεχνίτες) και τη Καρδίτσα(απασχολούνταν κυρίως ως ραφτάδες), όπου υπάρχουν συνοικίες με το όνομα “Γαρδικάκι”.
Επίσης στην Αθήνα και στο Πειραιά, όπου έχουν σημαντική παρουσία στην οικονομική ζωή.

Ασχολούνται με τη μεταποίηση κτηνοτροφικών προιόντων(τυροκομία), παλαιότερα ως μικροπωλητές με το εμπόριο ερίων και δέρματος, ενώ πάρα πολλοί στις μέρες μας είναι εισαγωγείς μεταχειρισμένων οχημάτων(Τρίκαλα). Μάλιστα τη δεκαετία του 80και του 90, είχαν σχεδόν το μονοπώλιο της εμπορίας φορτηγών αυτοκινήτων στη χώρα.

Εκτός του Εθνικού ευεργέτη Σπυρίδων Ματσούκα, που καταγόταν από το Γαρδίκι αλλά γεννήθηκε στην Υπάτη όπου κατέφυγαν οι σκηνίτες γονείς του μετά τη δολοφονία του θείου του “Καραβίδα”, επιφανείς Γαρδικιώτες ήταν επίσης ο Βουλευτής και Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Νικόλαος Γαρδικιώτης (1912-1915) που όρκισε μάλιστα το Στρατηλάτη Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ στις 5-3-1913, όταν αυτός ανέβηκε στο θρόνο μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεωργίου του Α΄.

Ήταν εμπνευστής και ένας εκ των διοργανοτών των πρώτων Πανελλήνιων-Πανθεσσαλικών αθλητικών αγώνων το 1908 στο Πεδίον του Άρεως στα Τρίκαλα(απέναντι από τη σημερινή ΣΜΥ), που είχε τιμήσει με τη παρουσία του ο τότε διάδοχος του θρόνου.

Επίσης ο Ντούλας(Κώστας) Στεργιόπουλος δικηγόρος και βουλευτής, ο οποίος ίδρυσε το 1904 και τον πρώτο Ευεργετικό συλλογο Γαρδικίου.

Στις ημέρες μας ο διάσημος πιανίστας Δημήτρης Σγούρος και ο κορυφαίος διεθνώς καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αριζόνας Κώστας Μπαλάνης.

Σημαντική είναι η συνεισφορά του Γαρδικίου στη δημοτική μας παράδοση. Ο Δημοσθένης Βλαχαγγέλης η “Όπας” όπως ήταν γνωστός στη μουσική πιάτσα της Αθήνας(λαούτο – τραγούδι), ο Χρήστος Μπανιάκας, εμπειροδίδακτος στο κλαρίνο όταν υπηρετούσε ως παρατηρητής του Συντάγματος Πλαστήρα(5/42) στη Μ.Ασία, οι δεξιοτέχνες επίσης του κλαρίνου Σωτ.Σγούρος, Γεωρ.Βούκιας, ο Χρ.Ζυγοβίνας, Βασ. Τόγελος, Κώστας Ακρίβος, Απόστ. Ντίμτσας κλπ.

Σήμερα το χωριό είναι παραθεριστικό και υπάρχουν περίπου 850 σπίτια/κατοικίες, τα οποία είναι ακατοίκητα τους χειμερινούς μήνες ενώ ζωντανεύουν από την άνοιξη έως το φθινόπωρο και κυρίως το Δεκαπενταύγουστο.

Υφίσταται επίσης παραπλεύρως της πλατείας ξενώνας(“Βελούσι”), που αποτελεί δωρεά του αειμνήστου προέδρου Χρ.Δ.Πελεκούδα τη δεκαετία του 30¨, πατέρα του επίσης προέδρου Τάκη Πελεκούδα με σημαντικό έργο στο χωριό.
Την περίοδο του καλοκαιριού, σημαντικές στιγμές για το χωριό είναι η εορτή των Αγ. Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (1/7).
Το ξωκκλήσι των Αγ. Αναργύρων στο πιο ψηλό σημείο του χωριού, συνδέεται με μία παράξενη ιστορία. “Κάθε χρόνο της ημέρα της γιορτής του ναού, ένας δράκος άρπαζε μια νέα κοπέλα του χωριού καθώς χόρευε κι αυτό γινόταν για χρόνια ώσπου η Παναγία έβαλε τέρμα στο κακό, πετώντας μια τεράστια πέτρα στο δράκο, που προσπαθώντας να σωθεί, τρύπησε το βουνό Περτούσα και βγήκε πέρα στο Αρματωλικό”.

Οι Γαρδικιώτες με καμάρι δείχνουν την πέτρα που την αποκαλούν «μέγα λιθάρι» στη θέση Τζιάννη.

Άλλες εορτές επίσης είναι, του Αη Λιός- Προφήτη Ηλία( 20/7), η εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6/8). Αποκορύφωμα των καλοκαιρινών πανηγύρεων αποτελέι ο εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το Δεκαπενταύγουστο, κορυφαίο ετήσιο γεγονός μείζονος κοινωνικής, ιστορικής αλλά και πολιτιστικής σημασίας για το Γαρδίκι. Επισφραγίζεται δε, η εορτή αυτή, με την απόδοσή της, τα «εννιάμερα» της Παναγίας κατά τη λαϊκή θυμοσοφία (24/8).

Στα τέλη Ιουλίου και μέχρι τα τέλη Αύγουστου, ο πληθυσμός του χωριού υπερβαίνει τις 5000, ενώ το πανηγύρι του είναι ξακουστό σε όλη την Ελλάδα.

Ξεχωριστό γεγονός λαμβάνει χώρα στις 17 Αυγούστου όπου γίνεται ο χορός των γερόντων, με τους χορευτές να κρατούν αναμμένες λαμπάδες στα χέρια και να τραγουδούν τοπικά τραγούδια.

Το Τρανό Γαρδίκι

Στη συνέχεια παίρνουν τη σκυτάλη όσοι έλαβαν μέρος στους τελευταίους πολέμους, χορεύοντας περήφανα και λεβέντικα, το τραγούδι «του αητού ο γιυός», κρατώντας ψηλά γκλίτσες ενώ αναπαριστάνουν και μια μάχη. Ο Δήμος για ανταπόδοση προσφέρει στους γέροντες ψητά, κρασί και τσίπουρο, ενώ το γλέντι και οι χοροί…καλά κρατούν ακόμη και μέχρι το πρωί.

Η συνολική έκταση που ανήκει στο χωριό είναι τεράστια, φθάνοντας τα 123.000 στρέματα, με 47.000 στρέματα δασώδους έκτασης και 24.000 στρέματα βοσκοτόπων.

Ως μεγάλες φάρες(οικογένειες)του Γαρδικίου αναφέρονται αυτή του Γαρδικιώτη, Καραθάνου, Μαλέγκου, Χολέβα, Μπαταγιάννη, Μπαμπούρη, Βράκα, Πελεκούδα, Καραμήτρου, Καρανάσιου, Μπαλάνη, Στεργιόπουλου, Κουτσονάσιου, Ράμμου, Αλεξίου, Λύτρα, Φυσικόπουλος κλπ

Πολλές από αυτές τις οικογένειες είχαν όμορφα αρχοντικά χτισμένα από ξακουστούς μαστόρους της Πίνδου, με το μεγαλύτερο και πιο επιβλητικό αυτό του Γαρδικιώτη(1866) κάτω από τη πλατεία, του Καραθάνου, των Μπαταγιανναίων κλπ, που δυστυχώς δεν διασώζονται σήμερα, το αρχοντικό του “Τσίκου” κλπ.

Επίσης του Αλεξίου στο κάτω μέρος του χωριού, των Σκανδάλαιων, του Ράμμου πάνω από τη πλατεία, των Κουτσονασαίων(1888), Μπαταγιανναίων, Ούτρα, Μπεμπέζα, Τσιρογιάννη κλπ στο μαχαλά του Αγίου Αθανασίου κλπ.
Ξεχωριστή θέση στην οικονομική ζωή των Γαρδικιωτών κατέχει το επάγγελμα του Ράφτη και του κατασκευαστή παραδοσιακών φορεσιών(καραγκούνικη).

Οικογενειακές επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο που δραστηροποιούνταν στην Καρδίτσα και λιγότερο στα Τρίκαλα η στην Αθήνα. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η οικογένεια Σιώκη, Φυσικόπουλου(Αθήνα), Σιαφαρίκα, Μπουρούσα, Παπαπέτρου, Μπαταβάνη, Μακρυνάσιος, Ντότου, Μπελέφα, Παπαθανάση κλπ

Βέβαια η πλειοψηφία των Γαρδικιώτών ασχολούνταν με τη νομαδική κτηνοτροφία. Οικογένειες όπως οι Καραμητραίοι, Μπαταγιανναίοι, Βούκια, Μαλέγκου, Κουτσονάσιου, Μπουντούρη, Θώδη, Καρατζούνη κλπ, διατηρούσαν μεγάλα κοπάδια, που το χειμώνα μεταφέρονταν όπως προαναφέραμε στα πεδινά των Τρικάλων και κυρίως της Καρδίτσας.

Τη συγκοινωνία του χωριού εξυπηρετούσαν Κυρατζήδες(αγωγιάτες) που σχηματίζανε μεγάλα καραβάνια με φορτωμένα μουλάρια. Γνωστότεροι ήταν οι Μπρατσαίοι, Βρακαίοι, Σδρεννιαίοι και νεότερα οι Μπεμπεζαίοι, Ντιμτσαίοι, Τσιρογιανναίοι.

Το Τρανό Γαρδίκι

Επίσης υπήρχαν μύλοι(ο Βακούφικος στην εικόνα) που άλεθαν καλαμπόκι παρήγαγαν μπομπότα και σπανίως σιτάρι(αλεύρι), όπως επίσης μαντάνια για τα υφαντά(βελέντζες), στις παρόχθιες περιοχές του Αχελώου και Μουτσιαρίτη(οικογένειες Σιάφη, Μπαούση και Μπατατέγα).

Το Τρανό Γαρδίκι

Το κλίμα είναι κατά βάση ξηρό και απο γεο-περιβαλλοντικής άποψης η ευρύτερη περιοχή του Γαρδίκιου διακρίνεται για την πλούσια βλάστηση της , τις απότομες πλαγιές , την μεγάλη ποσότητα υδάτων και την πλούσια πανίδα .
Η περιοχή έχει ενταχθεί στον κατάλογο με τους βιότοπους CORINE δηλαδή σε αυτούς που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την διατήρηση της φύσης στην Κοινότητα .

Βόρεια και δυτικά του χωριού και μέχρι τα όρια της η κοινότητα εντάσσεται στο Ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ”Natura 2000” το οποίο είναι ένα δίκτυο ζωνών προστασίας της φύσης που εκτείνεται σε ολόκληρη την Κοινότητα και έχει ως στόχο να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη διατήρησή των πιο πολύτιμων και των πλέον απειλούμενων ειδών και ενδιαιτημάτων της σε ικανοποιητικό επίπεδο.